υποδηματοπωλείο(ν)

υποδηματοπωλείο(ν)
το обувной магазин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποδηματοπωλείο(ν)" в других словарях:

  • υποδηματοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης έτοιμων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υποδηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης έτοιμων υποδημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»